Está en la página 1de 2

DEPARTAMENTO DE GRIEGO Y LATÍN

IES ALTO CONQUERO Capítulo 18: ὁ Ἀσκλήπιος

UNIDAD 18
Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ
Gramática

VERBO: δίδωμι
PRESENTE AORISTO PRESENTE AORISTO
PREO PREO
ACTIVA MEDIO-PASIVA MEDIA
ACTIVA INDICATIVO
1ª pers. sing. δί-δω-μι ἔ-δω-κα δί-δο-μαι ἐ-δό-μην
2ª pers. sing. δί-δω-ς ἔ-δω-κα-ς δί-δο-σαι ἔ-δου (*ἔ-δο-σο)
3ª pers. sing. δί-δω-σι(ν) ἔ-δω-κε(ν) δί-δο-ται ἔ-δο-το
1ª pers. pl. δί-δο-μεν ἔ-δο-μεν δι-δό-μεθα ἐ-δό-μεθα
2ª pers. pl. δί-δο-τε ἔ-δο-τε δί-δο-σθε ἔ-δο-σθε
3ª pers. pl. δι-δό-ασι(ν) ἔ-δο-σαν δί-δο-νται ἔ-δο-ντο

IMPERATIVO
2ª pers. sing. δί-δου (*δί-δο-ε) δό-ς δί-δο-σο δοῦ (*δό-σο)
2ª pers. pl. δί-δο-τε δό-τε δί-δο-σθε δό-σθε

INFINITIVO
δι-δό-ναι δοῦναι (*δο-έναι) δί-δο-σθαι δό-σθαι

PARTICIPIO
Nom. Masc. δί-δούς δούς δι-δό-μενος δό-μενος
Nom. Fem. δι-δοῦσα δοῦσα δι-δο-μένη δο-μένη
Nom. Neu. δι-δόν δόν δι-δό-μενον δό-μενον
IMPERFECTO IMPERFECTO
1ª pers. sing. ἐ-δί-δουν (*ἐ-δί-δο-ον) ἐ-δι-δό-μην
2ª pers. sing. ἐ-δί-δους (*ἐ-δί-δο-ες) ἐ-δί-δο-σο
3ª pers. sing. ἐ-δί-δου(*ἐ-δί-δο-ε) ἐ-δί-δο-το
1ª pers. pl. ἐ-δί-δο-μεν ἐ-δι-δό-μεθα
2ª pers. pl. ἐ-δί-δο-τε ἐ-δί-δο-σθε
3ª pers. pl. ἐ-δί-δο-σαν ἐ-δί-δο-ντο

1
DEPARTAMENTO DE GRIEGO Y LATÍN
IES ALTO CONQUERO Capítulo 18: ὁ Ἀσκλήπιος

VERBO: τίθημι
PRESENTE AORISTO PRESENTE AORISTO

ACTIVA MEDIO-PASIVA MEDIA

INDICATIVO
1ª pers. sing. τί-θη-μι ἔ-θη-κα τί-θε-μαι ἔ-θε-μην
2ª pers. sing. τί-θη-ς ἔ-θη-κα-ς τί-θε-σαι ἔ-θου (*ἔ-θε-σο)
3ª pers. sing. τί-θη-σι(ν) ἔ-θη-κε(ν) τί-θε-ται ἔ-θε-το
1ª pers. pl. τί-θε-μεν ἔ-θε-μεν τι-θέ-μεθα ἐ-θέ-μεθα
2ª pers. pl. τί-θε-τε ἔ-θε-τε τί-θε-σθε ἔ-θε-σθε
3ª pers. pl. τι-θέ-ασι(ν) ἔ-θε-σαν τι-θέ-νται ἔ-θε-ντο

IMPERATIVO
2ª pers. sing. τί-θει (*τί-θε-ε) θέ-ς τί-θε-σο θοῦ (*θέ-σο)
2ª pers. pl. τί-θε-τε θέ-τε τί-θε-σθε θέ-σθε

INFINITIVO
τι-θέ-ναι θεῖναι (*θε-έναι) τί-θε-σθαι θέ-σθαι

PARTICIPIO
Nom. Masc. τί-θεις θείς τι-θέ-μενος θέ-μενος
Nom. Fem. τι-θεῖσα θεῖσα τι-θε-μένη θε-μένη
Nom. Neu. τι-θέν θέν τι-θέ-μενον θέ-μενον
IMPERFECTO IMPERFECTO
1ª pers. sing. ἐ-τί-θην ἐ-τι-θέ-μην
2ª pers. sing. ἐ-τί-θεις (*ἐ-τί-θε-ες) ἐ-τί-θε-σο
3ª pers. sing. ἐ-τί-θει(*ἐ-τί-θε-ε) ἐ-τί-θε-το
1ª pers. pl. ἐ-τί-θε-μεν ἐ-τι-θέ-μεθα
2ª pers. pl. ἐ-τί-θε-τε ἐ-τί-θε-σθε
3ª pers. pl. ἐ-τί-θε-σαν ἐ-τί-θε-ντο

ADJETIVO: ταχύς, ταχεῖα, ταχύ

Singular Plural

Masculino Femenino Neutro Masculino Femenino Neutro

Nom. ταχύς ταχεῖα ταχύ ταχεῖς ταχεῖαι ταχέα


Voc. ταχύ ταχεῖα ταχύ ταχεῖς ταχεῖαι ταχέα
Ac. ταχύν ταχεῖαν ταχύ ταχεῖς ταχεῖας ταχέα
Gen. ταχέος ταχείας ταχέος ταχέων ταχειῶν ταχέων
Dat. ταχεῖ ταχείᾳ ταχεῖ ταχέσι(ν) ταχείαις ταχέσι(ν)

También podría gustarte