Documentos de Académico
Documentos de Profesional
Documentos de Cultura
RUSSIA
RUSSIA
Περιεχόμενα
1. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Κολόμνας.
2. Ἡ ἐσχατολογική θεώρηση τῆς Ἐπαναστάσεως.
3. Ἡ σύγκρουση Πίστεως καί Ἀθεϊας (1917 - 1922).
4. Ἡ Πανρωσική Σύνοδος τοῦ 1917 - 1918.
5. Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία".
6. Ὁ Πατριάρχης Τύχων (+ 1925).
7. Ἀπό τόν θάνατο τοῦ Τύχωνος (1925) στή Σοβιετοποίηση τοῦ Πατριαρχείου (1927).
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ἡ παροῦσα ἐργασία εἶναι ἀπολύτως ἱστορική - ἐρευνητική, ἀποκλειστικῶς ἱστορικοῦ
χαρακτῆρα καί δέν ἄπτεται κανενός σχετικοῦ πολιτικοῦ θέματος. Ὁ συγγραφέας -
ἐρευνητής παραθέτει τά σχετικά στοιχεῖα, ὅπως αὐτά προκύπτουν ἀπό τίς πηγές,
χωρίς νά τοποθετεῖται ὁ ἴδιος πάνω στίς θέσεις πού διατυπώνονται.
Ἡ ἐργασία διαπραγματεύεται ἕνα πολύ σημαντικό θέμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς
Ἱστορίας τοῦ 20οῦ αἰ. Τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν. Στήν παρούσα
μορφή προέκυψε μετά ἀπό ἔρευνα καί μελέτη γιά μία περίοδο πλέον τῶν 25 ἐτῶν
(1979 - 2005). Στόν παρόντα 'Ιστοχώρο δημοσιεύεται τμηματικά, γιά τήν
εὐχερέστερη χρήση της ἀπό τούς ἐνδιαφερομένους (τό παρόν κείμενο εἶναι τό
θεματικά πρῶτο τῆς σειρᾶς).
Ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ἡ ἱστορική συνέχεια
τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τό 1927. Γιά τήν πρώτη Ἱεραρχία τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, ἡ ὁποία ἦταν ἡ πλειοψηφία τῶν Ρώσων
Ἱεραρχῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, τό ἐκκλησιαστικό σχῆμα πού δημιουργήθηκε μέ τήν
Διακήρυξη νομιμοφροσύνης πρός τό Σοβιετικό καθεστώς τοῦ Μητροπολίτου Νίζνι
Νόβγκοροντ Σεργίου (Ἀντιπροσώπου τοῦ Τοποτηρητοῦ τοῦ Πατριαρχικοῦ Θρόνου
τῆς Μόσχας Μητροπολίτου Κρουτίτσης Πέτρου), γνωστό ἔκτοτε ὡς Πατριαρχεῖο
Μόσχας, ἦταν μία κατάστασις σχισματική, ἐλεγχόμενη ἀπό τό ἀθεϊστικό Σοβιετικό
Κράτος.
Ἡ πρώτη ἐπαφή τοῦ γράφοντος μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν
πραγματοποιήθηκε τό 1979, ὅταν ἦρθε στήν Ἑλλάδα ὁ Ὁμολογητής Μοναχός καί
Θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Ἀντώνιος (κατά κόσμον Ἀλέξανδρος
Ἀντρέγιεβιτς Τσέρνωφ, Μεγαλόσχημος Ἐπιφάνιος, + 1994). Ἡ γνωριμία τοῦ
γράφοντος μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο ἀποτέλεσε πραγματική εὐλογία, διότι ὁ
μακαριστός Μοναχός ἔθεσε στή διάθεσή μου ἀξιόλογα σχετικά κείμενά του, στήν
ἀγγλική γλῶσσα, πολλά τῶν ὁποίων μεταφράστηκαν στήν ἑλληνική καί
δημοσιεύθηκαν, σέ μία μεγάλη σειρά 37 πολυσέλιδων ἄρθρων μέ τόν γενικό τίτλο
"Ἐκκλησία Κατακομβῶν ἐν Ρωσίᾳ" («Κ.Γ.Ο.», τόμοι 1982 - 1989).
Πέραν τῶν ὑπαρχόντων στή σχετική βιβλιογραφία, ἄλλα στοιχεῖα γιά τήν Ρωσική
Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί τούς Ρώσους Νεομάρτυρες προέκυψαν μέσῳ
προσωπικῶν συνεντεύξεων μέ Ἑλληνο - Πόντιους πιστούς, πρόσφυγες ἀπό τήν τέως
Σοβιετική Ἕνωση (λ.χ. τῆς ἐνορίας ἁγ. Δημητρίου Ἀχαρνῶν Ἀττικῆς γιά τήν
Μάτουσκα Ἑλένα τοῦ Καυκάσου, κ.ἄ.).
Μετά τήν κατάρρευση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, προέκυψαν πολλά στοιχεῖα -
τόσο γιά τήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, ὅσο καί γιά τούς Ἁγίους Νεομάρτυρες -
καί ἐμφανίσθηκαν πολλοί πού αὐτοσυστήθηκαν σάν Κατακομβῖτες Ἐπίσκοποι καί
Κληρικοί. Ἡ ἐγκυρότητα τῶν στοιχείων αὐτῶν ἐλέγχεται καί ἡ γνησιότητα τῆς
Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς τῶν Κληρικῶν αὐτῶν ἀμφισβητεῖται. Στήν ἴδια τήν τέως
Σοβιετική Ἕνωση, μία ὁμάδα Κατακομβιτῶν συνήθως ἀμφισβητεῖ τίς ἄλλες. Ἀκόμη,
ὅταν ἡ Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς ἐπενέβη στά Ρωσικά ἐκκλησιαστικά
πράγματα, στή δεκαετία τοῦ ’80, δέν ἀναγνώρισε καμμία Κατακομβίτικη Ἱεραρχία,
ἀλλά προχώρησε στή χειροτονία δικῶν της Ἐπισκόπων, γιά τόν ἔλεγχο τοῦ χώρου
τῶν Κατακομβῶν.
Στήν ἐργασία περιλαμβάνονται βελτιωμένα κείμενα πού δημοσιεύθηκαν σέ διάφορα
περιοδικά, στό "Εἰκονογραφημένο Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" τοῦ
Ἐπισκόπου Γαλακτίωνος Γκαμίλη (τοῦ ὁποίου ὁ γράφων εἶχε τήν εὐθύνη συγγραφῆς
τῶν κειμένων καί τήν ἐπιμέλεια τῆς ἑλληνικῆς καί ἀγγλικῆς ἐκδόσεως), στό ἡμέτερο
"Ρωσικό Ἁγιολόγιο" (2005) καί σέ ἄλλα ἔντυπα.
Κάποια ἀπό τά κείμενα αὐτά παρουσιάσθηκαν καί σάν εἰσηγήσεις, κατά τήν διάρκεια
εἰδικῶν ἐκδηλώσεων.
Τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν ἀναπτύσσεται καί καλύπτεται, ἀρχικῶς μέ
βάση τά κείμενα τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφανίου (λ. χ. "Tserkov' Katakombnaya na
Zemlye Rossijskoj", MS 1980, κ.ἄ.) καί στή συνέχεια ὑποβοηθητικῶς μέ στοιχεῖα
ἀπό τήν ἑλληνική καί κυρίως τήν ξένη σχετική βιβλιογραφία (ἀναφέρεται
παρενθετικῶς στό κείμενο), ὥστε νά ἔχει στήν διάθεσή του τό ἐνδιαφερόμενο
ἑλληνόφωνο κοινό, μία κατά τό δυνατό πλήρη ἐργασία γιά τό θέμα αὐτό.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γιά τήν πληρέστερη ἐνημέρωση τοῦ ἀναγνώστη θεωροῦμε ἀναγκαῖα τήν μελέτη τῶν
εἰσαγωγικῶν στό θέμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν ἐργασιῶν μας:
α. «Συνοπτική Ἱστορία τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, 980 - 1917».
β. «Ρωσική Πολιτική καί Ἐκκλησιαστική Ἡγεσία, 980 - 1917» καί
γ. «Τό Ρωσικό Ἁγιολόγιο».
Πέραν αὐτῶν καί τῆς ἐκεῖ σημειουμένης βιβλιογραφίας (πλέον τῆς ἀναφερομένης στό
παρόν κείμενο), ἐλήφθησαν ὑπ’ ὅψιν καί οἱ ἀκόλουθες πηγές:
Α. Εἰσαγωγικές Παρατηρήσεις.
Παρά τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ 18ου καί 19ου αἰ., ἡ Ρωσική Ἐκκλησία μπῆκε
στό στίβο τῆς πάλης μέ τίς δυνάμεις τίς ἀθεϊας μέ καθόλου καλές προοπτικές. Ἡ
ἄρνηση τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς δέν ἦταν χαρακτηριστικό μόνο τῆς ἄρχουσας τάξης καί
τῶν διανοουμένων, ἀλλά καί τῶν ἐξαθλιομένων λαϊκῶν μαζῶν. Τούς ἄρχοντες - πλήν
ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων - σπανίως ἐνδιέφεραν πνευματικά θέματα, ἀλλά ἡ
συσώρρευση πλούτου σέ βάρος τῶν μαζῶν καί οἱ διασκεδάσεις, σάν μέσο κοινωνικῆς
ἀνόδου. Οἱ διανοούμενοι σπανίως εἶχαν τό σθένος τῆς ἀντιδράσεως στή μόδα τῆς
ἀθεϊας. Καί ὁ λαός ζοῦσε πιεσμένος κάτω ἀπό τεράστια κοινωνικά προβλήματα, πού
δέν τοῦ ἐπέτρεπαν κἄν νά σκεφθεῖ περί πνευματικῆς ζωῆς ἤ νά διαμορφώσει ἐν
Χριστῷ προσωπικότητα. Ἔτσι, ἀκόμη καί ἡ διάθεση ἀπό τήν Ἐκκλησία, μόνο γιά τήν
περίοδο 1886 - 1895, 3. 279. 145 ρουβλίων γιά τά ἐκκλησιαστικά σχολεῖα, ἦταν πολύ
μικρή γιά τά δεδομένα τῶν Ρωσικῶν ἀναγκῶν.
Στό τελευταῖο συντελοῦσε καί ἡ κατάσταση τοῦ ἐφημεριακοῦ Κλήρου. Μέ τήν
Ἱεραρχία ὑποταγμένη στό Κράτος, οἱ 4 Θεολογικές Ἀκαδημίες καί οἱ 57 Ἱερατικές
Σχολές, δέν ἔφταναν γιά τήν ἐκπαίδευση τῶν 125.000 περίπου Ρώσων Κληρικῶν.
Αὐτό, σέ συνάρτηση μέ τά ἄλλα προβλήματα πού ἀντιμετώπιζε ὁ Ρῶσος Κληρικός
(τήν χαμηλή κοινωνική θέση, τήν ἔλλειψη κύρους, τήν ἀδυναμία μπροστά στούς
κρατικούς ὑπαλλήλους, κ.ἄ.), ἦταν ἕνα ἀκόμη ἀρνητικό στοιχεῖο στή Ρωσική
ἐκκλησιαστική ζωή.
Ἡ Αὐτοκρατορία μέ τίς προτεσταντικές της ἀντιλήψεις εἶχε ἐπηρεάσει σημαντικά καί
τήν Ἐκκλησία. Μέ τήν προώθηση στήν Ἱεραρχία ἀτόμων ἐκπαιδευμένων στήν
Οὐκρανία, δημιουργήθηκε μία ξερή, σχολαστική Θεολογία, ἡ ὁποία εἶχε σάν
ἀποτέλεσμα τήν αὔξηση τῆς ἀπόστασης μεταξύ ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί
ἁπλοῦ λαοῦ καί τήν δυσφορία τοῦ πιστοῦ στήν Ὀρθόδοξη Μοσχοβίτικη Παράδοση
Κλήρου, ὁ ὁποῖος πίστευε στήν ἀξιοποίηση τῶν ἔργων τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας
καί στή μεταφορά τοῦ πνευματικοῦ πλούτου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς σέ ὅλα τά
στρώματα τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ. Ὅμως ἡ προσπάθεια αὐτή - ὅπως ἐκφρά-στηκε ἀπό
τούς Στάρετς τῆς Ὄπτινα καί τό "Σλαύφιλο Κίνημα" τοῦ Ἀλεξίου Χομιάκωφ (+ 1860)
- δέν ἔφερε οὐσιαστικά ἀποτελέσματα.
«Ὅταν ὁ Πέτρος Α’ – γράφει ὁ N. Giliarov - Platonov, Σλαβόφιλος ἐκδότης τοῦ 19ου
αἰ. (1824 – 1887) - ἐκδίδει τό Διάταγμα πού ἀπαγορεύει στούς μοναχούς νά κρατοῦν
στά κελλιά τους πένα καί μελάνι, ὅταν αὐτό τό ἴδιο Διάταγμα λέει ὅτι ὁ ἐξομολόγος
πρέπει νά ἀναφέρει στό δημόσιο κατήγορο τά παραπτώματα πού τοῦ ἀποκαλύφθηκαν
στήν Ἐξομολόγηση, τότε ὁ Κλῆρος θά πρέπει νά καταλάβει ὅτι ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἡ
κρατική ἐξουσία παρεμβάλεται ἀνάμεσα σ’ αὐτούς καί τόν λαό».
"Ὁ Χριστιανισμός στή Ρωσία - γράφει ὁ Μοναχός Ἐπιφάνιος - περίμενε τήν κρίση, τήν
σύγκρουση μέ τίς δυνάμεις τῆς ἀθεϊας. Οἱ Χριστιανοί, τά συνειδητά μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, γνώριζαν ὅτι ἡ σύγκρουση δέν θά εἶχε ἁπλά πολιτικό χαρακτῆρα, ἀλλά θά
ἦταν διωγμός ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί τῶν πιστῶν Του. Ἦσαν ἕτοιμοι νά δοῦν τούς
δυτικοποιημένους Ρώσους νά καταρρέουν, μόλις οἱ ἐπαναστάτες θά πρόσφεραν
ὑποσχέσεις γιά ἄνετη ζωή, ἔστω καί μέ ἀντάλλαγμα τήν ἀποστασία ἀπό τόν Θεό. Ἦταν
σίγουροι γιά τήν φρικωδέστερη θρησκευτική σύγκρουση πού γνώρισε ποτέ ἡ
ἀνθρωπότητα, ἀλλά προχώρησαν χωρίς δειλία πρός αὐτή, διότι πίστευαν στά λόγια
Ἐκείνου πού εἶπε γιά τήν Ἐκκλησία Του, ὅτι "καί πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν Αὐτῆς"
("Κ.Γ.Ο." τ. 1983, σελ. 365).
Μέρος Πρῶτο
Η ΡΩΣΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1917
1. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας τῆς Παναγίας τῆς Κολόμνας
Τήν πτῶση τῆς Αὐτοκρατορίας, τήν ὁποία σήμανε ἡ παραίτηση τοῦ Τσάρου
Νικολάου Β' (τήν 2α Μαρτίου 1917), σημάδεψε ἕνα σχεδόν ἄγνωστο - ἀλλά
ἰδιαίτερης σημασίας - γεγονός. Κατά τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο, "τό μυστήριον τῆς
ἀνομίας", ἤδη ἐνεργούμενο στίς ἡμέρες μας (Σ. Σ. ἐννοεῖ τό 1917), ἔχει φθάσει στό
σημεῖο ὅπου, "ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται" (Θεσσ. 2, 7· Σ. Σ. Κατά τόν Π. Ν.
Τρεμπέλα, ἡ ἑρμηνευτική ἀπόδοση τοῦ χωρίου ἔχει ὡς ἑξῆς: "Τώρα εἶναι εἰς ἐνέργειαν ἡ δύναμις τοῦ
κακοῦ καί τῆς ἀνομίας, ἡ ὁποία εἰς μεγάλον βαθμόν παραμένει κεκρυμμένη καί δέν ἐφανερώθη ἀκόμη
ὁλόκληρος, ὑπάρχει δέ κάποιος ὁ ὁποῖος ἐμποδίζει τόν ἄνομον νά φανερωθῆ. Καί ἡ φανέρωσις τοῦ
ἀνόμου θά ἀναβληθῇ μόνον μέχρις ὅτου αὐτός, ὅπου κατά Θείαν Πρόνοιαν παρεμποδίζει τήν ἐμφάνισίν
του, φύγει ἀπό τό μέσον").
Ἡ ἐπαλήθευση τοῦ προηγουμένου χωρίου ἔγινε μέ ἕνα ἀπτό καί φανερό τρόπο, τήν
3η ἀπογευματινή τῆς 2ας Μαρτίου 1917, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Τσάρων πασῶν
τῶν Ρωσιῶν Νικόλαος Β' παραιτήθηκε καί ἐμπιστεύθηκε στή θέληση τοῦ Ρωσικοῦ
λαοῦ τίς συνέπειες τῆς παραίτησίς του. Τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή, τήν ἴδια ἡμέρα καί
ὥρα, ἔλαβε χώρα ἕνα γεγονός τό ὁποῖο δέν ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό τούς ἀνθρώπους τοῦ
κόσμου. Ἔλαβε χώρα μέ ἀπόλυτη ἡσυχία καί μόνον λίγοι ἄνθρωποι ὑπῆρξαν
μάρτυρές του.
Στό χωριό Κολομένσκογιε τῆς περιοχῆς Κολόμνας, κοντά στή Μόσχα, μέ ἀφορμή μία
ἀποκάλυψη τῆς Ὑπεραγίας θεοτόκου, γινόταν μία ἔρευνα γιά τήν ἀνεύρεση τῆς
Θαυματουργοῦ Εἰκόνος τῆς Παναγίας, "Τῆς ἀπό θανάτου διασωζούσης". Τό 1812 ἡ
Εἰκόνα αὐτή ἦταν ἐπικεφαλῆς τῆς στρατιᾶς πού ἀνάγκασε τόν Ναπολέοντα νά
ἐγκαταλείψει τά Ρωσικά ἐδάφη. Ἀλλά κατόπιν, ὅπως συμβαίνει σέ παρόμοιες
περιπτώσεις, καί αὐτή ἡ θαυματουργή εἰκόνα λησμονήθηκε, σάν νά "χάθηκε". Μόνον
μετά ἀπό 105 χρόνια, μία εὐσεβής χήρα μέ τό ὄνομα Εὐδοκία, δέχθηκε ἀποκάλυψη
νά ἑρευνήσει γιά τήν Εἰκόνα στό χωριό Κολομένσκογιε.
Πράγματι ἡ Εὐδοκία ἑρεύνησε καί τήν βρῆκε, παρουσία ἑνός Διακόνου, σέ ἕνα
ὑπόγειο πού φυλάσσονταν παλαιές εἰκόνες. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνας ἔγινε τήν 3η μ.μ.
τῆς 2ας Μαρτίου 1917. Τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πού ὁ Τσάρος ὑπέγραφε τήν
παραίτησή του, ἡ Βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν ἔκανε τήν ἐμφάνισή Της στήν Κολόμνα,
σάν νά ἀναλάμβανε τόν Ρωσικό Θρόνο, διότι ἡ Θεοτόκος στήν εἰκόνα εἰκονίζεται
καθισμένη σέ θρόνο, νά φέρει τήν πορφύρα καί τό σκῆπτρο τῶν Ρώσων Ἡγεμόνων!
Παρά ταῦτα, δέν δόθηκε στό γεγονός ἡ δέουσα προσοχή, οὔτε ἀπό τόν λαό, οὔτε ἀπό
τήν φιλελεύθερη Κυβέρνηση, οὔτε ἀκόμη καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι φόβος εἶχε
καταλάβει τήν Ρωσία καί τήν Ἐκκλησία της καί τίς ἐμπόδιζε νά δοῦν τήν δύναμη τῆς
πίστεώς τους. Ἡ Εὕρεση τῆς Εἰκόνος τιμήθηκε σέ στενό κύκλο μέ τήν Ἀκολουθία
τῶν Χαιρετισμῶν καί τελικά ἡ Εἰκόνα ἦρθε στά χέρια τῶν Μπολσεβίκων καί σήμερα
βρίσκεται σέ μία Πινακοθήκη μέ τήν ἐπιγραφή, "Ἡ Ἐθνικοαπελευθερωτική Εἰκόνα
τῆς Θεοτόκου". (Περιοδικό "Κ.Γ.Ο.", τ. 1983, σελ. 38 - 39).
Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Μοναχοῦ Ἐπιφανίου, ἡ Εὐδοκία δέχθηκε καί τήν
προφητεία σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἄν ἡ Εἰκόνα λιτανεύονταν ἑπτά φορές γύρω ἀπό
τό Κρεμλίνο, αὐτό δέν θά ἔπεφτε στά χέρια τῶν Μπολσεβίκων. Ἡ Εὐδοκία μόνη της
περιέφερε τήν Εἰκόνα - μέ πολλούς κινδύνους - τρεῖς φορές, ἀλλά δέν βρῆκε
ἀνταπόκριση στήν προσπάθειά της. Ἔτσι τό Κρεμλίνο ἔπεσε, ὅπως καί ἡ Εἰκόνα, στά
χέρια τῶν ἐπαναστατῶν.
Ἡ Παναγία τῆς Κολόμνας (τῆς ὁποίας ἔχουν φιλοτεχνηθεῖ πολλά ἀντίγραφα), τιμᾶται
ὡς Βασιλεύουσσα κατά τήν εὕρεσή Της, τήν 2α Μαρτίου (Ἀντ. Μάρκου, "Τό Ρωσικό
Ἁγιολόγιο", σελ. 108).
**Ὁ Ἱερεύς Γρηγόριος Πετρώφ ἦταν κατά τόν Νικ. Ψαρουδάκη, "μία ἀπό τίς ἡρωϊκότερες μορφές τῆς
Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Τσαρικῆς ἐποχῆς καί ἴσως ὅλης τῆς Χριστιανοσύνης τῆς ἐποχῆς μας. Γίγας
πραγματικός πνευματικῆς δύναμης, ἅπραξε στά στιβαρά χέρια του τίς ἀνησυχίες καί τούς πόνους τοῦ
αἰῶνα μας καί μέ ἡρωϊκή παρρησία προφήτη ἐστηλίτευσε καί ἐκαυτηρίασε τήν προδοσία καί τόν
συμβιβασμό τῶν ἀστοχριστιανῶν ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας" ("Ἡ Ἀπολογία τοῦ Πετρώφ", ἔκδοσις
"Χριστιανικῆς Δημοκρατίας", 1966, σελ. 3).
Μέ τό βιβλίο του "Τό Εὐαγγέλιο ὡς βάσις τοῦ βίου", ἄσκησε σοβαρή κριτική στήν κοινωνική,
πολιτική καί ἐκκλησιαστική ζωή τῆς προεπαναστατικῆς Ρωσίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγηθεῖ ἐνώπιον
Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου καί νά καθαιρεθεῖ! Ἀγωνιζόμενος γιά τίς ἀπόψεις του, μετά τήν
Ἐπανάσταση τοῦ 1917 πῆρε τόν δρόμο τῆς αὐτοξορίας καί πέθανε αὐτοεξόριστος. Μετάφραση τῆς
Ἀπολογίας του δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων "Νέα Σιών" (τ. 11ος,
1911).
5. Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία"
Τήν πάλη μεταξύ Χριστιανισμοῦ καί Ἀθεϊας στή Ρωσία μετά τό 1917, διακρίνουν
τρία στάδια. Κατά τήν διάρκεια τοῦ πρώτου οἱ Μπολσεβίκοι ἐκδήλωσαν τήν
λανθασμένη γιά τήν Ἐκκλησία γνώμης τους, πού ἦταν συνέπεια τῆς ὑλιστικῆς τους
τοποθετήσεως. Πίστευαν, ὅτι θά κατέ-στρεφαν τήν Ἐκκλησία, ἄν κατέστρεφαν τήν
οἰκονομική Της βάση καί ἄν ἐξαπέλυαν τρομοκρατία καί διωγμό.
Κατά τόν Παπικό Ἱερέα Γεώργιο...*, ὁ μελετητής καί μεταφραστής τοῦ Μάρξ Β.
Στεπάνωφ εἶχε γράψει χαρακτηριστικά: "Χρειαζόμαστε ἕναν ἀγῶνα ἀδυσώπητο
ἐναντίον ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Κληρικῶν, εἴτε Πάστορες λέγονται, εἴτε Ἀββάδες, εἴτε
Ραββίνοι, εἴτε Πατριάρχες, εἴτε Μουλ-άδες, εἴτε Πάπες. Γιά μία ὡρισμένη περίοδο,
αὐτός ὁ ἀγῶνας πρέπει νά μετατραπεῖ σέ ἀγώνα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, εἴτε λέγεται
Ἰαχωβᾶ, εἴτε Ἰησοῦς, εἴτε Βούδας, εἴτε Ἀλλάχ"!
Ὁ διωγμός κατά τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἀρχίσει ἤδη ἀπό τό 1917. Μέχρι τό 1919 οἱ
περίφημοι Ναοί τοῦ Κρεμλίνου εἶχαν κλεισθεῖ, ὅπως καί τά ἐκκλησιαστικά
τυπογραφεία, 28 Ἱεράρχες εἶχαν φονευθεῖ (μέ πρῶτο τόν ἔχοντα τά πρεσβεία τῆς
Ἀρχιερωσύνης Μητροπ. Κιέβου Βλαδίμηρο)
..........................................................................................................................................
..........................
*Ὁ Γεώργιος..., Ρωμαιοκαθολικός Ἱερεύς καί Καθηγητής Πανεπιστημίου μέ σπουδές Θεολογικές,
Κοινωνιολογικές καί Ἰατρικές, ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἡγέτης τῆς "Χριστιανικῆς Ἀντιστάσεως", μιᾶς
Ρωμαιοκαθολικῆς ἀντιστασιακῆς ὀργανώσεως κατά τῶν Γερμανῶν. Ἔδρασε στήν Ἀνατολική Εὐρώπη
καί τήν Ρωσία ἐμφανιζόμενος ἄλλοτε σάν γιατρός, ἄλλοτε σάν ὑγειονομικός ἐπιθεωρητής καί ἄλλοτε
σάν ἐργάτης, ὑδραυλικός καί καθηγητής! Ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος γιά τό θέμα αὐτό, ἀπό τό 1941 ἄλλαξε
ἐννιά φορές ὄνομα καί τρεῖς ἰθαγένειες!
Τά ἀπομνημονεύματά του ἐκδόθηκαν μετά τόν Πόλεμο στό Λονδίνο ἀπό τόν Οἶκο A. M. Heath, μέ τόν
τίτλο "Through God's underground". Στήν Ἑλλάδα ἐκδόθηκαν σέ μετάφραση Δ. Βαλληνδρᾶ ἀπό τίς
Ἐκδόσεις Δαμασκός, μέ πρόλογο τοῦ τότε ἀρχιμ. Ἱερωνύμου Κοτσώνη (ἔπειτα Ἀρχιεπισκόπου), μέ
τόν τίτλο "Αὐτοί δέν ὑπέκυψαν".
..........................................................................................................................................
..............................
καί χιλιάδες Κληρικοί εἶχαν φονευθεῖ, ἐξορισθεῖ ἤ φυλακισθεῖ. Ἀπό τούς χιλιάδες
ναούς τῆς Ρωσίας πολλοί καταστράφηκαν ἤ ἄλλαξαν χρήση, καθώς καί οἱ
περισσότερες τῶν μονῶν πού μετετράπηκαν σέ στρατόπεδα ἤ ἄσυλα.
Ἀπό τό 1919 μέχρι τό 1922 τά ἄφθαρτα Λείψανα 63 Ἁγίων ἀφαιρέθηκαν ἀπό τούς
τόπους λατρείας, διακωμωδήθηκαν, ὑποβλήθηκαν σέ δῆθεν ἐπιστημονικές ἐξετάσεις,
παρουσιάσθηκαν σάν μούμιες ἤ καί πλαστά, ἄλλα καταστράφηκαν (λ.χ. τοῦ ἁγ.
Ἀρτεμίου τοῦ Βέρκολα) καί ἄλλα
ἐκτέθηκαν σέ ἀντιθρησκευτικά μουσεῖα (λ.χ. τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ, τοῦ
ὁποίου τό Λείψανο σώθηκε στό Μουσεῖο Ἀνατομίας τῆς Στρατιωτικῆς Ἰατρικῆς
Ἀκαδημίας τοῦ Λένινγκραντ, ἐπειδή ὁ Ἀκαδημαϊκός Πέτρος Πέτροβιτς Ποκρύσκιν
εἶχε τό θάρρος νά ὁμολογήσει, ὅτι "τό Λείψανο τοῦ ἁγ. Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρ ἀποτελεῖ
ἀναμφισβήτητα ἱστορικό γεγονός, ἡ θέση τοῦ ὁποίου εἶναι σέ μία ἐκκλησία" καί νά
ζητήσει "νά ληφθοῦν μέτρα γιά τήν διαφύλαξη αὐτοῦ τοῦ ἐθνικοῦ ἱστορικοῦ θησαυροῦ"
(Βλ. Περιοδικό "The Orthodox Word", ἀφιερωματικό τεύχος 236 - 237, Μαϊου - Αὐγούστου 2004).
Ἡ Σοβιετική Νομοθεσία τοῦ 1918, ὅπως προαναφέρθηκε, δέν δήμευση ἁπλῶς τήν
ἐκκλησιαστική περιουσία, ἀλλά ἀπέκλεισε τήν Ἐκκλησία ἀπό τήν κοινωνική ζωή τοῦ
Σοβιετικοῦ Κράτους.
Τό 1922 (23/11), ὁ Λένιν δημοσίευσε τόν νόμο "Περί χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καί
Κράτους". Ὁ νόμος αὐτός περιόριζε τήν Ἐκκλησία στά αὐστηρῶς τελετουργικά Της
καθήκοντα καί ἀπαγόρευε τήν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα
(θρησκευτικά μαθήματα μποροῦσαν νά διδάσκονται μόνον ἰδιωτικῶς, σέ ὁμάδες
μαθητῶν ὄχι ἄνω τῶν τριῶν!). Ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν τῆς περιουσίας Της, καθώς
καί τοῦ δικαιώματος νά ἀποκτήσει περιουσία στό μέλλον. Οἱ θρησκευτικές
ὀργανώσεις ἀπαγορεύτηκαν καί ἔπαψαν νά θεωροῦνται νομικά πρόσωπα.
Προηγουμένως, τό 1921, ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση - μέ πρόσχημα τόν λιμό πού εἶχε
ἐνσκύψει, συνεπείᾳ τῆς Ἐπαναστάσεως καί τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου - προχώρησε στή
δήμευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν (26 Φεβρουαρίου). Ἡ ἀντίδραση τοῦ Τύχωνος
ὑπῆρξε σθεναρή καί ἀπείλησε μέ ἀφορισμό τούς ἀσεβεῖς λαϊκούς καί μέ καθαίρεση
τούς Κληρικούς. Ἡ ἀντίδραση στή δήμευση προκάλεσε 231 δίκες 738
κατηγορουμένων, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 44 ἐκτελέσθηκαν (μεταξύ αὐτῶν καί ὁ
Ἱερομάρτυρας Μητροπ. Πετρουπόλεως Βενιαμίν). Ὁ Richard Pipes ἀριθμεῖ σέ 28
τούς Ἐπισκόπους, 1.215 τούς Κληρικούς καί περίπου 8.000 τούς λαϊκούς πού
ἐκτελέστηκαν λόγῳ τῆς ἀντιδράσεως στή δήμεσυση (Richard Pipes, “Russia under the
Bolshevik regime, 1919 - 1924”, 1995, σελ. 355).
Ἐνῶ τό Σοβιετικό Σύνταγμα τοῦ 1918, στό ἄρθρο 13, προέβλεπε «τήν ἐλευθερία
θρησκευτικῆς καί ἀντιθρησκευτικῆς προπαγάνδας»,
Ὅμως, παρά τά προηγούμενα - τόν διωγμό, τόν χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τό
Κράτος, τήν δήμευση τῆς ἐκκλησιστικῆς περιουσίας καί τῶν ἱερῶν σκευῶν - ἡ
Ἐκκλησία δέν κατέρρευσε. Ἀντίθετα, οἱ διωγμοί τόνωσαν τό φρόνημα τῶν πιστῶν
μελῶν Της (σέ σημεῖο νά ἀναδεικνύονται καθημερινά νέοι Μάρτυρες) καί ἡ δήμευση
τῆς περιουσίας Της τήν ἀπάλλαξε ἀπό τά τυχόν καιροσκοπικά μέλη Της. Ἔτσι οἱ
ἀθεϊστές ἀναγκάσθηκαν τό 1922 νά προχωρήσουν στήν ὑλοποίηση τοῦ δευτέρου
σταδίου τῆς κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας πάλης τους, μέ τήν
δημιουργία μιᾶς κρατικῆς "Ἐκκλησίας", πού θά ἔπλητε τήν κανονική Ἐκκλησία μέ
σχίσματα καί διαιρέσεις. Γιά νά ἐπιτύχει ὅμως τό σχέδιο αὐτό, ἔπρεπε νά
ἐξουδετερωθεῖ ὁ κύριος ἀντίπαλος - ἐκφραστής τῆς κανονικότητας καί τῆς ἑνότητας
τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Πατριάρχης Τύχων.
Τό θέμα τῆς Σοβιετοποιήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας εἶχε τεθεῖ ἤδη ἀπό τό 1921
ἀπό τόν Σοβιετικό ἀξιωματοῦχο Lunacharsky. Γιά δεύτερη φορά τέθηκε ἀπό τόν
Τρότσκυ, σέ κοινή συνεδρίαση μέ τούς Στάλιν, Μολότωφ καί Καμένεφ, τήν 2. 4.
1922. Σήμερα, μετά τήν πτώση τοῦ Σοβιετικοῦ καθεστῶτος, ὅλοι οἱ μελετητές τῶν
πηγῶν συμφωνοῦν ὅτι τά σχέδια γιά τήν ὀργάνωση τῆς Ζωντανῆς Ἐκκλησίας
ἐξυφάνθυκαν ἀπό τίς Σοβιετικές Μυστικές Ὑπηρεσίες.
Ἡ ἐφαρμογή τῆς Σοβιετοποιήσεως ἄρχισε τό 1922 στό Λένινγκραντ, ὅταν ὁ τοπικός
Σοβιετικός Ἡγέτης Ζηνόβιεφ συνέστησε στόν Πρωθιερέα Ἀλέξανδρο Βεντένσκυ καί
στήν ὁμάδα του (τούς Ἀνακαινιστές τῆς Πανρωσικῆς Συνόδου τοῦ 1917 – 18) νά
ἀναλάβουν τήν διοίκηση τῆς Ρωσι- κῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐπιτευχθεῖ μία συμφωνία
(κονκορδάτο) μεταξύ Αὐτῆς καί τῆς Σοβιετικῆς Κυβερνήσεως.
Τήν 24. 3. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Ἡγέτες Κρασνίτσκυ, Βεντένσκυ, Μπέλκωφ,
Μπογιάρσκυ κ.ἄ. δημοσίευσαν στήν «Ἀλήθεια τῆς Πετρουπόλεως»
(«Petrogradskaia Pranda”) ἕνα κείμενο μέ τό ὁποῖο ὑποστήριζαν τήν Σοβιετική
Κυβέρνηση στό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ
Πατριάρχης Τύχων, ὁ ὁποῖος ἦταν σέ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀπό τήν 19. 3. 1922,
κλήθηκε νά καταθέσει στήν δίκη 54 πιστῶν πού εἶχαν ἀντιδράσει στή δήμευση. Ὁ
Πατριάρχης, στήν προσπάθειά του νά σώσει τούς κατηγορουμένους, ἀνέλαβε ὁ ἴδιος
τήν εὐθύνη τῆς ἀντιδράσεως καί σέ ἐρώτηση τοῦ προέδρου τοῦ δικαστηρίου ἄν
ἀναγνωρίζει τούς νόμους τοῦ Σοβιετικοῦ Κράτους ἀπάντησε «ναί, τούς ἀναγνωρίζω,
ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι δέν ἀντιστρατεύονται τούς κανόνες τῆς εὐσεβείας». Πάνω σ’
αὐτό ὁ Ἀλέξανδρος Σολζενίτσιν ἔγραψε: «Ὦ, ἄν καθένας ἀπαντοῦσε ἔτσι, ὅλη ἡ
Ἱστορία μας θά ἦταν διαφορετική» (Ἀλ. Σολζενίτσιν, «Ἀρχιπέλαγος Γκούλαγκ», τ. 1ος, σελ.
348).
Ἡ θέση αὐτή τοῦ Τύχωνος ἀντιμετωπίσθηκε ἀπό τίς δύο τάσεις τῆς τότε Ρωσικῆς
Ἱεραρχίας διαφοροτρόπως. Ἡ συντηρητική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Βολοκολάμσκ
Θεόδωρο θεώρησε ὅτι μέ τήν ὁμολογία αὐτή ὁ Πατριάρχης «τό εἶχε τραβήξει πολύ».
Ἀντίθετα ἡ προοδευτική πλευρά ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ
θεωροῦσε ὅτι ὁ Πατριάρχης «ἔπρεπε νά τό τραβήξει περισσότερο».
Τό κύριο πρόβλημα τῆς Σοβιετικῆς ἐξουσίας ἐκείνη τήν χρονική στιγμή ἦταν ἡ
φιλομοναρχική δραστηριότητα τῆς ὑπό τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Κραποβίτσκυ Ρωσικῆς
Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς. Ὁ Πατριάρχης Τύχων διακρινόμενος γιά τήν
μετριοπάθειά του, ἀπέφυγε ἐπιμελῶς κινήσεις πού θά ἐπέτρεπαν στούς Σοβιετικούς
νά χαρακτηρίσουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία ἀντιδραστική, Τσαρική ἤ φιλομοναρχική.
Ἤδη ἀπό τό 1919 εἶχε ἀναγνωρίσει τήν Σοβιετική Κυβέρνηση σάν νόμιμη
Κυβέρνηση τοῦ Ρωσικοῦ Κράτους, ὑπό τήν προϋπόθεση ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά
ἀπολάμβανε τῆς αὐτονομίας - ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας Της.
Τήν 3. 5. 1922 τό προεδρεῖο τῆς Σοβιετικῆς Μυστικῆς Ἀστυνομίας G.P.U. ( οἱ
Ustinsky, Menzitinsky, Yagoda, Samsonov καί Krasikov), ἀποφάσισε νά ζητηθεῖ ἀπό
τόν Τύχωνα νά ἀποκηρύξει ἐντός 24 ὡρῶν τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς καί
νά καθαιρέσει τούς ἡγέτες, ἄλλως θά συληφθεῖ (“Istochnik” ἀριθμ. 3, 1995, σελ. 116). Ἡ
ἀπόφαση αὐτή διαβιβάστηκε στό Πολιτικό Γραφεῖο καί ἐξετάστηκε παρουσίᾳ τοῦ
Λένιν, τήν 4. 5. 1922.
Τήν 5. 5. 1922 ὁ Τύχων συγκάλεσε τήν Ἱερά Σύνοδο καί τό Ἀνώτατο Ἐκκλησιαστικό
Συμβούλιο καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. 347 ἀπόφαση διακήρυξε, ὅτι «οὔτε ἡ ἐπιστολή τῆς
Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, οὔτε ἡ ἀποστολή της (Σ.Σ. στήν ὀργάνωση τῆς Γένοβας),
ἐκφράζουν τήν Ρωσική Ἐκκλησία», διέταξε τήν διάλυση τῆς Ἀνωτάτης
Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως τῆς «ἐν τῆ ἐξορίᾳ» Ἐκκλησίας καί ἔθεσε τούς Ρώσους
πρόσφυγες τῆς Δυτ. Εὐρώπης ὑπό τήν δικαιοδοσία τοῦ Μητροπ. Παρισίων Εὐλογίου.
Ἡ ἀπόφαση αὐτή δέν ἔγινε δεκτή ἀπό τήν περί τόν Μητροπ. Ἀντώνιο Σύνοδο τοῦ
Κάρλοβιτς, παρά τήν ἔκδοσή της ὅμως ὁ Τύχων ἀνακρίθηκε ἀπό τήν Μυστική
Ἀστυνομία τό ἴδιο βράδυ καί τήν ἑπομένη συνελήφθη.
Τήν 12. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές Πρωθιερεῖς Βεντένσκυ, Μπέλκωφ καί Καλινόφσκυ
ἐπισκέφθηκαν τόν Πατριάρχη Τύχωνα, κρατούμενο στό Μετόχιο τῆς Ἁγίας Τριάδος,
καί τοῦ ζήτησαν νά παραιτηθεῖ. Ὁ Τύχων ὄχι μόνο δέν δέχτηκε, ἀλλά ὅρισε
ἀντιπρόσωπό του τόν Μητροπ. Ἀγαθάγγελο τοῦ Γιαροσλάβ, κάτι γιά τόν ὁποῖο
ἐνημέρωσε ἐπίσημα τόν Ἐπίτροπο Μ. Ἰ. Καλίνιν, στόν ὁποῖο ὅμως οἱ Σοβιετικές
Ἀρχές δέν ἐπέτρεψαν νά ἔρθει στή Μόσχα. Ἀντίθετα οἱ Ἀνακαινιστές τόν
ἐπισκέφθηκαν στή Μονή τῆς Τόλγας ὅπου ζοῦσε καί τόν πίεσαν νά τούς παρα-δώσει
τήν διοίκηση τοῦ Πατριαρχείου, ἀλλά ἀπέτυχαν στήν προσπάθειά τους. Τελικά τήν
18. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές ἡγέτες - μέ τήν ὑποστήριξη τῶν Σοβιετικῶν Ἀρχῶν -
ἔπεισαν τόν Τύχωνα νά τούς παραδώσει τήν διοίκηση, μέχρι τήν ἄφιξη τοῦ Μητροπ.
Ἀγαθαγγέλου. Τό σχετικό ἔγγραφο τοῦ Πατριάρχη ἦταν σαφέστατο: «Τά
ὑποσημειούμενα πρόσωπα ἐντέλλονται νά ἀναλάβουν καί νά παραδώσουν στόν Σεβ.
Μητροπ. Ἀγαθάγγελο, ἀμέσως μετά τήν ἄφιξή του, ὅλες τίς Συνοδικές ὑπηρεσίες, μέ τήν
συμπαράσταση τοῦ Γραμματέως Νουμέρωφ» (J. S. Curtiss, “The Russian Church and the
Soviet State”, 1953, σελ. 159 - 160).
Τήν ἑπομένη 19. 5. 1922 οἱ Ἀνακαινιστές πέτυχαν τήν μεταφορά τοῦ Τύχωνος στή
Μονή Ντόνσκοϊ καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Πατριαρχική κατοικία, τό Μετόχιο τῆς
Ἁγίας Τριάδος καί τήν 29. 5. 1922 δημιουργήθηκε ἐπίσημα ἡ «Ζωντανή Ἐκκλησία».
Ἕνα ἀπό τά πρῶτα προβλήματα πού εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Ἀνακαινιστές ἦταν ἡ
κανονική θέση τοῦ Μητροπ. Ἀγαθαγγέλου, τόν ὁποῖο ἀνέλαβε νά πείσει ὁ εἰδικός
Πράκτορας E. A. Tuchkov. Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ἄκαρπων διαπραγματεύσεων ὁ
Μητροπ. Ἀγαθάγγελος δημοσίευσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 214/5. 6. 1922 Ἐγκύκλιό του μέ
τήν ὁποία αἰφνιδίασε τήν Σοβιετική πλευρά. Στήν ἐγκύκλιό του ὁ Ἀγαθάγγελος
κατηγοροῦσε τούς Ἀνακαινιστές γιά ἀνατροπή τῆς δογματικῆς καί ἠθικῆς
διδασκαλίας τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, καθώς καί τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τοῦ
Τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί ἔδινε στούς Ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά
διοικοῦν τίς Ἐπισκοπές τους ἀνεξαρτήτως, μέχρι τήν ἀποκατάσταση μιᾶς κανονικῆς
Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως (Gubonin αὐτ. σελ. 219 -221). Ἀμέσως μετά τήν
κυκλοφορία τῆς ἐγκυκλίου ὁ Μητροπ. Ἀγαθάγγελος συνελήφθη καί ἐξορίστηκε στήν
περιοχή τοῦ Narymsk.
Τήν 16. 6. 1922 ἀναγνώρισαν τήν «Ζωντανή Ἐκκλησία» τρεῖς Ἀρχιερεῖς: Ὁ Μητροπ.
Βλαδιμήρ Σέργιος καί οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Νιζέγκοροντ Εὐδό-ιμος καί Κοστρόμας
Σεραφείμ.
Ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ὑποστήριξε τούς Ἀνακαινιστές μέ τήν σύλληψη καί ἐξορία
τῶν πλέον σημαντικῶν ἀντιπάλων τους καί μέ τήν παραχώρηση σ’ αὐτούς τῶν 2/3
τῶν ἐνοριῶν πού λειτουργοῦσαν ἀκόμη.
Ὁ Τύχων μεταφέρθηκε στίς φυλακές Ταγκάνκα τήν 5. 8. 1922, κατηγορούμενος γιά
κριτική τῆς Συνθήκης τοῦ Μπρέστ - Λίτοβοσκ, ἀντίδραση στή δήμευση τῶν Ἱερῶν
Σκευῶν, κ.ἄ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης εἶχε ἐπικρίνει τήν Συνθήκη μέ ἐπιστολή του τόν
Φεβρουάριο τοῦ 1918! Οἱ Σοβιετικοί "θυμήθηκαν" αὐτή τήν δημόσια κριτική τέσσερα
χρόνια ἀργότερα, διότι ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσουν τό κύριο ἐμπόδιο τῶν σχεδίων
τους.
Τήν ἴδια χρονική στιγμή ὁ σφοδρός ἀντίπαλος τῶν Ἀνακαινιστῶν στήν περιοχή τῆς
Πετρουπόλεως Μητροπ. Βενιαμίν συνελήφθη γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν
Σκευῶν, δικάστηκε, καταδικάστηκε καί ἐκτελέστηκε (12. 8. 1922). Στή θέση του
διορίστηκε ἀπό τούς Ἀνακαινιστές ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος Symansky (ὁ ὁποῖος τό
1943 διαδέχτηκε τόν Σέργιο ὡς Πατριάρχης Μόσχας).
Τήν 29. 4. 1923 οἱ Ἀνακαινιστές συγκάλεσαν Σύνοδο (τήν κατ’ αὐτούς Β’
Πανρωσική) στήν ὁποία συμμετεῖχαν 560 μέλη, ἀπό τά ὁποῖα τά 73 ἦσαν Ἐπίσκοποι!
Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀπό τήν ἀρχή ἐμφανίσθηκε χωρισμένη σέ τέσσερεις ὁμάδες: Τήν
«Ζωντανή Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερέως Βλαδιμήρου Κρασίνσκυ, τήν «Ἀρχαία
Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Πρωθιερεώς Ἀλεξάνδρου Βεντένσκυ, τήν «Ἀναγεννημένη
Ἐκκλησία» τοῦ Ἐπισκόπου Ἀντωνίνου καί τούς ὁπαδούς τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος.
Ἡ Σύνοδος τοῦ 1923 ἀρχικά διακήρυξε ὅτι στή Σοβιετική Ἕνωση δέν ὑφίστανται
θρησκευτικοί διωγμοί, διότι ἡ Σοβιετική Κυβέρνηση ἐργάζοταν γιά τήν ἐπικράτηση
τοῦ ἰδεώδους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Λένιν! οἱ Ἀνακαινιστές δέ
δήλωσαν "ἕτοιμοι νά ὑποστηρίξουν τόν Κομμουνισμό, ἐπειδή ἔθετε σέ ἐφαρμογή τό
κοινωνικό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου"! (Ν. Zernov αὐτ. σελ. 179). Στή συνέχεια ἐξήγγειλε
διάφορες μεταρρυθμίσεις, ὅπως τήν εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ - Νέου Ἡμερολογίου,
τήν εἰσαγωγή τοῦ θεσμοῦ τῶν ἐγγάμων Ἐπισκόπων καί τήν εἰσαγωγή τοῦ β' γάμου
τῶν Κληρικῶν! Ἀκόμη ἀπορρίφθηκε ὁ Μοναχισμός σάν θεσμός ξένος πρός τήν
Ἐκκλησία καί κατ’ οἰκονομίαν ἐπιτράπηκε ἡ λειτουργία μοναστηρίων -
ἡσυχαστηρίων ἔξω ἀπό τίς πόλεις, μέ τήν μορφή ἐργατικῶν κοινοτήτων.
Ἡ «Σύνοδος» προχώρησε ἀκόμη στήν καθαίρεση τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος - τήν
ὁποία ὑπέγραψαν 46 Ἐπίσκοποι, ἀρκετοί κάτω ἀπό τήν πίεση τῆς Μυστικῆς
Ἀστυνομίας - στήν καταδίκη τῆς Συνόδου τοῦ Κάρλοβιτς, καθώς καί στήν ἄρση τοῦ
Ἀναθέματος τοῦ 1918, ἐνῶ τήν διοίκηση τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀνέλαβε Σύνοδος
ὑπό τήν προεδρεία τοῦ Μητροπ. Εὐδοκίμου καί ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος ὀνομάσθηκε
Μητροπολίτης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντωνῖνος Granovsky (1869 – 1927) ἐξαιρετικά νεωτεριστικῶν
ἀπόψεων, ὑποχρεώθηκε σέ παραίτηση μετά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1905, διότι δέν
μνημόνευε τόν Τσάρο κατά τήν Θεία Λειτουργία, τό δέ 1907 διακήρυξε ὅτι τό
Τσαρικό καθεστώς ἦταν σατανικό. Τό 1921 ὑποχρεώθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη
Τύχωνα σέ νέα παραίτηση, διότι εἰσήγαγε καινοτομίες στήν λατρεία. Τό 1922
κατέθεσε σάν μάρτυρας κατηγορίας στήν δίκη τῶν 54 πιστῶν πού δικάσθηκαν στή
Μόσχα, γιά τό θέμα τῆς δημεύσεως τῶν Ἱερῶν Σκευῶν. Μετά τήν «Σύνοδο» τοῦ
1923 ἀποκόπηκε ἀπό τήν Ζωντανή Ἐκκλησία καί δημιούργησε δική του ἀνεξάρτητη
δικαιοδοσία στήν ὁποία ἐφάρμοσε τίς καινοτομίες του: Κατάργησε τούς τίτλους τοῦ
Μητροπολίτου, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τοῦ Πρωθιερέως καί τοῦ Ἀρχιδιακόνου (ὁ ἴδιος
ὀνομάστηκε Ἐπίσκοπος), κατάργησε ἐπίσης τόν σάκκο καί τήν μίτρα ἀπό τά
ἀρχιερατικά ἄμφια (ἐπιτράπηκε μόνο τό ὠμοφόρειο, τό ἐγκόλπιο καί ἡ ράβδος),
εἰσήγαγε τό Νέο Ἡμερολόγιο καί τήν καθομιλουμένη ρωσική γλῶσσα στή λατρεία,
ἔγραψε δύο νέες «Λειτουργίες» πού τελοῦνταν στό κέντρο τοῦ ναοῦ καί κοινωνοῦσε
τούς πιστούς χωριστά τῶν δύο εὐχαριστιακῶν εἰδῶν (ἄρτου καί οἶνου). Τό σχίσμα
του διαλύθηκε μετά τόν θάνατό του τό 1927.
Παράλληλα μέ τίς δραστηριότητες τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ὁ κρατούμενος
Πατριάρχης Τύχων δέχονταν καθημερινά τίς πιέσεις τοῦ πράκτορος Tuchkov γιά
συνεργασία μέ τό καθεστώς, ἐνῶ ἡ δίκη του εἶχε ὁριστεῖ γιά τήν 17. 6. 1923.
Τήν 11. 6. 1923 ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς Ἐπιτροπῆς Γιαροσλάβσκυ, σέ
ἐπιστολή του πρός τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο τόνιζε ὅτι ἡ ἀνάκριση τοῦ
Τύχωνος ἔπρεπε νά συνεχιστεῖ σέ καθημερινή βάση, μέχρι νά ἀντιληφθεῖ ὅτι ἡ
καταδίκη μποροῦσε νά ἀποφευχθεῖ ἄν:
· Ἔκανε εἰδική δήλωση μετανοίας γιά τά ἀδικήματα πού εἶχε διαπράξει κατά τῆς
Σοβιετικῆς ἐξουσίας καί τῶν μαζῶν τῶν ἐργατῶν καί ἀγροτῶν.
· Δήλωνε ὅτι στό ἐξῆς θά ἦταν νομιμόφρων πρός τήν Σοβιτική ἐξουσία.
· Διαχώριζε τόν ἐαυτό του ἀπό κάθε ἀντεπαναστατική ὀργάνωση, ὅπως τήν λευκή
Φρουρά καί τίς μοναρχικές ὀργανώσεις, θρησκευτικές καί πολιτικές.
· Ἐξέφραζε τήν ἀρνητική του θέση ἀπέναντι στή Σύνοδο τοῦ Κάρλοβιτς. Καί
· Συμφωνοῦσε σέ μερικές καινοτομίες ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὅπως στήν
εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. (N. N. Pokrovsky – S. G. Petrov, “Arkhivy Kremlia:
Politburo I Tserkov, 1922 - 1925”, 1997, σελ. 282 - 284).
Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές Ἰουνίου 1923 ὁ Τύχων ἦταν ἀσθενής καί εἶχε μεταφερθεῖ στό
νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν. Ἐκεῖ, λόγῳ τῆς μονομερούς ἐνημερώσεως πού εἶχε ἀπό
τήν Σοβιετική πλευρά, κατέλειξε στό συμπέρασμα ὅτι τό σχίσμα τῆς «Ζωντανῆς
Ἐκκλησίας» εἶχε ἐπικρατήσει καί ἐπειδή ἔκρινε ὅτι μεταξύ τῶν δύο ἐχθρῶν, τοῦ
Κομμουνισμοῦ καί τῶν Ἀνακαινιστῶν, κατά τήν δεδομένη στιγμή ὁ δεύτερος ἦταν
περισσότερο ἐπικίνδυνος γιά τήν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νά δώσει στούς Σοβιετικούς
αὐτά πού τοῦ ζητοῦσαν, γιά νά ἀπελευθερωθεῖ καί νά ἀντιμετωπίσει τό σχίσμα. Ἔτσι
τήν 16. 6. 1923 κυκλοφόρησε τήν «Δήλωση Μετανοίας» του (Ἐφημερίδα "Ἰσβέστια", φ.
27. 6. 1923), μετά τήν ὁποία ἀπελευθερώθηκε, τήν 27. 6. 1923 (Gubonin αὐτ. σελ. 280 καί
286).
Κάποιοι ἐρευνητές ἀποδίδουν τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνος στό γεγονός, ὅτι τόν
Ἰούνιο τοῦ 1923 τό Πολιτικό Γραφεῖο ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Λένιν δέν μποροῦσε νά ἀσκεῖ
πλέον τά καθήκοντά του καί τόν ἀντικατέστησε μέ τόν A. Pykov. Ἀπό τίς πρώτες
ἐνέργειες τοῦ Pykov ἦταν νά ὑποσχεθεῖ στόν Πατριάρχη τήν χαλάρωση τῶν πιέσεων
πρός τίς θρησκευτικές ὀργανώσεις, τήν μείωση τῆς φορολογίας Κλήρου καί ναῶν καί
τήν ἀπελευθέρωση κάποιων Ἱεραρχῶν, ὑποσχέσεις τίς ὁποίες τήρησε. (A. Latychev,
“Provyesti besposhadnij Massovij Terror Protiv Popov”, “Argumenty I Fakty” 28, 1996).
Ἀμέσως μετά τήν ἀπελευθέρωσή του ὁ Τύχων συγκάλεσε Σύνοδο τῶν
παρεπιδημούντων στή Μόσχα Ἐπισκόπων, μέ σκοπό τήν ἀνανέωση τῆς
ἐμπιστοσύνης πρός τό πρόσωπό του. Ἡ Σύνοδος συνεδρίασε στό Ναό τοῦ ἁγ. Μιχαήλ
τῆς Μονῆς τοῦ ἁγ. Δανιήλ καί ἡ ἐμπιστοσύνη πρός τόν Πατριάρχη ἀνανεώθηκε,
κυρίως χάρις στήν ὑποστήριξη τῶν λεγομένων Δανιηλιτῶν Ἐπισκόπων, τῶν περί τόν
Ἡγούμενο τῆς μονῆς Ἀρχιεπίσκοπο Θεόδωρο τοῦ Βολοκολάμσκ.
Τήν περίοδο αὐτή στό πατριαρχικό περιβάλλον, σχετικά μέ τό θέμα τῶν σχέσεων μέ
τό καθεστώς, ἐπικρατοῦσαν δύο τάσεις: Μία συντηρητική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Θεόδωρο
τοῦ Βολοκολάμσκ (πού θεωροῦσε κάθε σκέψη γιά σχέσεις ἀδιανόητη) καί μία
προοδευτική ὑπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ (πού θεωροῦσε ἀπαραίτητη τήν
ἔναρξη διαλόγου γιά τήν συμφωνία πάνω στό εἶδος τῶν σχέσεων).
Ὁ Τύχων καταδίκασε τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" μέ τήν ἀπό 15. 7. 1923 Ἐγκύκλιό του
καί τόν ἀπό 2. 4. 1924 Ἀφορισμό. Κατά τόν Π. Ν. Τρεμπέλα, "ὁ Ἀφορισμός του κατά
τῆς "Ζώσης Ἐκκλησίας", διά τοῦ ὁποίου ἐκηρύχθησαν πᾶσαι αἱ πράξεις καί τά
μυστήρια τά τελούμενα ὑπό "λειτουργῶν" της, ἄνευ χάριτος, καθίστα κατακρίτους τούς
μετέχοντας αὐτῶν". (Βλ. σχετικά: Π. Ν. Τρεμπέλα, "Τό αὐτοκέφαλον τῆς ἐν Ἀμερικῇ
Metropolia"· Ἐφημερίδα "Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια", φ. 22ας καί 29ης Σεπτ. 1923· καί V. Emhardt,
"Religion in Soviet Russia", 1929).
Ἡ καταδίκη τῆς «Ζωντανῆς Ἐκκλησίας» ἀπό τόν Πατριάρχη εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν
μεταστροφή τῶν περισσοτέρων ἐνοριῶν καί τήν σταδιακή συρίκνωση καί τελικά
διάλυση τῶν Ἀνακαινιστῶν.
Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Τύχωνα ἔγινε δεκτή ἀπό τόν λαό μέ ἐνθουσιώδεις ἀντιδράσεις,
σέ σημεῖο ὥστε τήν 8. 12. 1923 οἱ Ἀρχές νά ἀπαγορεύσουν τό μνημόσυνό του! Τήν
ἴδια περίοδο ὁ Τύχων ἀναγνωρίζονταν σάν κανονική κεφαλή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας
ἀπό ὅλες τίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκτός ἀπό τά Πατριαρχεῖα ΚΠόλεως (ὁ
Πατριάρχης Γρηγόριος Ζ’ ἀναγνώριζε τούς Ἀνακαινιστές) καί Ἀλεξανδρείας.
Παρά τήν ἀπέλευθέρωσή του ὁ Πατριάρχης συνέχισε νά δέχεται ἰσχυρές πιέσεις ἀπό
τήν Σοβιετική πλευρά πάνω σέ συγκεκριμένα ἐκκλησιαστικά ζητήματα, δηλαδή τήν
μνημόνευση τῶν Σοβιετικῶν ἡγετῶν, τήν ἕνωση μέ τούς Ἀνακαινιστές καί τήν
εἰσαγωγή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου.
Α. Ἀρχικά ζητήθηκε ἀπό τόν Τύχωνα ἡ μημόνευση τῶν Σοβιετικῶν Ἡγετῶν στή Θεία
Λειτουργία, ἀλλά ἐκεῖνος δέχτηκε τήν δέηση «ὑπέρ τῆς Ρωσικῆς χώρας καί τῶν
Ἀρχῶν αὐτῆς», ἀρνούμενος ταυτόχρονα κάθε ἀνάμιξη τῆς Πολιτείας στίς ἐσωτερικές
ὑποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως στόν διορισμό τῶν Ἐπισκόπων, συνεπικουρούμενος
ἀπό τόν Ἀρχιεπ. Ἰλαρίωνα τοῦ Βερέϊ.
Β. Στή συνέχεια οἱ Σοβιετικές Ἀρχές ἐπέμεναν στήν ἕνωση τοῦ Πατριάρχη μέ τούς
Ἀνακαινιστές, θέμα γιά τό ὁποῖο ὑπῆρξε διάσταση μεταξύ τῶν στενῶν συνεργατῶν
τοῦ Τύχωνος, ἀφοῦ ὁ ἀρχιεπ. Θεόδωρος τοῦ Βολοκολάμσκ θεωροῦσε κάτι τέτοιο
ἀδιανόητο, ἐνῶ ὁ ἀρχιεπ. Ἰλαρίων τοῦ Βερέϊ ἐπέμενε στήν ἀνάγκη ἐνάρξεως
διαλόγου. Ὁ Πατριάρχης ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας υἱοθέτησε
τήν δεύτερη ἄποψη καί διόρισε Ἐπιτροπή Διαλόγου ἀποτελούμενη ἀπό τούς
Ἀρχιεπισκόπους Σεραφείμ Alexandrov, Τύχωνα Obolensky καί Ἰλαρίωνα Troisky.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1923 συνεδρίασαν στή Μονή Ντόνσκοϊ 27 Ἐπίσκοποι, γιά νά
ἐξετάσουν τήν πρόοδο τοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος - παρά τίς Πατριαρχικές προθέσεις –
εἶχε ἀποβεῖ ἄκαρπος, διότι ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" συγκάλεσε τόν Αὔγουστο τοῦ
1923 μία νέα Σύνοδο, κατά τήν ὁποία ἐπίσημα ἀρνήθηκε τήν ἐπιστροφή της στούς
κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἶχε ζητήσει ὁ Πατριάρχης. Ἀρκετά πάντως στελέχη
της, ὅπως ὁ Πρωθιερεύς Κρασνίτσυ, ἑνώθηκαν μέ τόν Πατριάρχη.
Μεταξύ ἐκείνων πού ἐπέστρεψαν, ἦταν καί ὁ Μητροπ. Σέργιος, ὁ ὁποῖος ζήτησε ἀπό
τόν Πατριάρχη καί τήν Ἐκκλησία δημόσια συγγνώμη, σέ ἔνδειξη μάλιστα τῆς
ἀποκαταστάσεώς του ὁ ἴδιος ὁ Τύχων προσωπικά τοῦ ἐπέστρεψε τό ἀρχιερατικό
ἐγκόλπιο καί τά λοιπά διακριτικά τοῦ ἐπισκοπικοῦ του ἀξιώματος («Preemvstvennost
Grekka”, σελ. 7 - 9) . Ὅμως ὁ πνευματοφόρος Στάρετς Νεκτάριος τῆς Ὄπτινα (+ 1928),
ὅταν πληροφορήθηκε τό γεγονός, εἶπε προφητικά: "Τό δηλητήριο τοῦ νεωτερισμοῦ
βρίσκεται ἀκόμη μέσα του". Τά λόγια αὐτά ἐπαληθεύθηκαν ὅταν τό 1927 ὁ Σέργιος
ὑπέταξε τό Πατριαρχεῖο στό ἀθεϊστικό καθεστώς. Γιά τήν "Ζωντανή Ἐκκλησία" ὁ
ἴδιος Στάρετς εἶχε πεῖ χαρακτηριστικά:
"Δέν ὑπάρχει ἡ Θεία Χάρη ἐκεῖ. Ἐπαναστατῶντας ἐναντίον τοῦ νομίμου Πατριάρχου
Τύχωνος, οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Ἱερεῖς τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας" ἔχουν στερηθεῖ τήν
Θεία Χάρη κι ἔχουν χάσει σύμφωνα μέ τούς Κανόνες τό Ἱερατικό τους ἀξίωμα. Γι' αὐτό
ἡ Λειτουργία πού κάνουν εἶναι βλασφημία"! ("Ὅσιος Νεκτάριος..." σελ. 157. Καί I.
Kontsevich, “Optina Pustin I ee vremia”, 1971, σελ. 546).
"Ἀκόμη - γράφεται στόν Βίο του - ἀπαγόρεψε στά πνευματικά του παιδιά νά
εἰσέρχονται στίς ἐκκλησίες τῶν νεωτεριστῶν. Ἄν ὑπῆρχαν θαυματουργές εἰκόνες
σ'αὐτές τίς ἐκκλησίες, τούς ἔλεγε πώς μπαίνοντας μέσα πρέπει νά πηγαίνουν κατευθείαν
στήν εἰκόνα καί οὔτε μέ τήν σκέψη, οὔτε μέ τίς κινήσεις νά συμμετέχουν στίς ἐκεῖ
τελούμενες Ἀκολουθίες. Ἀκόμη καί τά κεριά πού θ' ἄναβαν στή θαυματουργό εἰκόνα,
ἔπρεπε νά τά φέρουν ἀπό τό σπίτι τους ἤ ἀπό κάποια κανονική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία"
("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 157).
Γιά τήν σθεναρή στάση κατά τῆς "Ζωντανῆς Ἐκκλησίας", τόσο τοῦ Στάρετς
Νεκταρίου, ὅσο καί τῆς Μονῆς Ὄπτινα, τό περίφημο αὐτό κέντρο πνευματικῆς
καθοδηγήσεως στήν προεπανασταστική καί ἐπαναστατική Ρωσία διαλύθηκε ἀπό τίς
Σοβιετικές Ἀρχές, καθώς καί ἡ γυνακεία Μονή Σαμορντῖνο (τοῦ μακαρίου Στάρετς
Ἀνβροσίου).
Ἤδη ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1917, ἡ γῆ τῆς Μονῆς εἶχε ἀρχίσει σταδιακά νά
δημεύεται. Ὅσοι μοναχοί μποροῦσαν νά ἐργασθοῦν δημιούργησαν ἕναν γεωργικό
συνεταιρισμό. Τελικά ἡ Μονή ἔκλεισε τήν Κυριακή τῶν Βαϊων τοῦ 1923. Ὁ
Ἐπίσκοπος Μιχαῖας μέ τούς διακονητές του, ὁ Ἡγούμενος Ἰσαάκιος καί ὁ Οἰκονόμος
Παντελεήμων συνελήφθησαν. Τήν περίοδο ἐκείνη ἡ Μονή εἶχε περίπου 250
μοναχούς! Οἱ ἀθεϊστές ζήτησαν ἀπό τούς μοναχούς νά ἀποκηρύξουν τήν μοναχική
τους ἰδιότητα, γιά νά παραμείνουν! καί ὅταν κανείς δέν δέχθηκε, τούς ἐπέτρεψαν νά
πάρουν μόνο "δύο ἀλλαξιές ροῦχα, λίγα πιατικά καί τίποτα ἄλλο"! Ἡ Μονή
μετατράπηκε σέ "ἀναπαυτήριο πολιτῶν"! ("Ὅσιος Νεκτάριος...", σελ. 204 - 205).
Γ. Τό θέμα τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, ὅπως ἔγραψε ὁ ἴδιος ὁ Τύχων,
τέθηκε ἀπό τήν Σοβιετική Κυβέρνηση πολλές φορές καί συνδιάσθηκε μέ τήν
ὑπόσχεση γιά περισσότερη ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας.
Τήν ἴδια περίοδο (Ἰούνιος 1923), συγκλήθηκε στήν ΚΠολη τό ὑπό τόν Οἰκουμενικό
Πατριάρχη Μελέτιο Δ' Μεταξάκη λεγόμενο Πανορθόδοξο Συνέδριο, στό ὁποῖο -
ἐκτός τῶν ἄλλων καινοτομιῶν - ἀποφασίσθηκε καί ἡ εἰσαγωγή τοῦ Γρηγοριανοῦ -
Νέου Ἡμερολογίου. Τό Συνέδριο ὁλοκλήρωσε τίς ἐργασίες του τήν 10. 6. 1923. Τήν
ἑπομένη (11. 6. 1923), ὁ Ἑβραϊκῆς καταγωγῆς Πρόεδρος τῆς Ἀντιθρησκευτικῆς
Ἐπιτροπῆς τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως G. Yaroslavsky, ζήτησε μέ ἀναφορά του πρός
τόν Στάλιν καί τό Πολιτικό Γραφεῖο νά πιεστεῖ ὁ Πατριάρχης Τύχων "νά ἐκφράσει
τήν συμφωνία του σέ ὁρισμένες μεταρρυθμίσεις ἐκκλησιαστικοῦ ἐνδιαφέροντος, π. χ.
τοῦ Νέου Ἡμερολογίου". Ὁ λόγος τῆς κυβερνητικῆς ἐπιμονῆς γιά συμφωνία τοῦ
Τύχωνος προκύπτει ἀπό σημείωμα τοῦ ἰδίου Σοβιετικοῦ ἀξιω-ματούχου, μέ ἴδια
ἡμερομηνία. "Ἡ συμφωνία τοῦ Τύχωνος ἀκόμη καί σέ μία ἀπό αὐτές τίς
μεταρρυθμίσεις, θά τόν κάνει "αἱρετικό", ἕναν νεωτεριστή στά μάτια τῶν Ὀρθοδόξων"!
(Βλ. N. N. Pokrovsky - S. G. Petrov, "Arkhivy Kremlia: Politbyro i Tserkov, 1922 - 1925", Μόσχα
1997, τ. 1ος, σελ. 282 - 284).
Τήν 2. 10. 1923 ὁ Τύχων συγκάλεσε μία μικρή Σύνοδο Ἐπισκόπων καί ἀποδέχθηκε
τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου. Ἡ ἀπόφαση αὐτή προέκυψε ἀπό τήν ἐλλειπῆ καί
μονομερή ἐνημέρωση τόσο τοῦ Πατριάρχη, ὅσο καί τῶν λοιπῶν Ἀρχιερέων
(μποροῦσαν νά διαβάσουν μόνο Σοβιετικές ἐφημερίδες), γιά τό λεγόμενο
Πανορθόδοξο Συνέδριο τῆς ΚΠόλεως. Δέν γνώριζαν, ὅτι στό Συνέδριο δέν
συμμετεῖχαν τά λοιπά Πατριαρχεῖα καί οἱ Σλαυϊκές Ἐκκλησίες καί ἐπίσης ὅτι οἱ
Ρῶσοι Ἀρχιερεῖς πού συμμετεῖχαν - οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀλέξανδρος καί Ἀναστάσιος
(Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς ἀπό τό 1936 μέχρι τό 1965) -
δέν συμφώνησαν μέ τίς ἀλλαγές. Μόλις οἱ σημαντικές αὐτές λεπτομέρειες ἔγιναν
γνωστές τηλεγραφικά ἀπό τόν ἀρχιεπ. Ἀναστάσιο, ὁ Πατριάρχης Τύχων -
λαμβάνοντας σοβαρῶς ὑπ' ὄψη τήν ἀντίδραση τοῦ Ρωσικοῦ λαοῦ καί τῆς Ρωσικῆς
Διασπορᾶς - ἀκύρωσε τήν ἀπόφαση. (M. E. Gubonin, "Akty Svia-teishago Patriarkha
Tikhona", Μόσχα 1994, σελ. 299 - 300, 335).
Τό 1924, ὁ Πρωθιεράρχης τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς Μητροπ.
Ἀντώνιος (σύμφωνα μέ τόν Μοναχό Ἐπιφάνιο μέ ὑπόδειξη ἤ ἐνθάρρυνση τοῦ
Πατριάρχου Τύχωνος), πραγματοποίησε μία περιοδεία διαρκείας ἑννέα μηνῶν κατά
τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, στίς τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες καί τό
Ἅγιο Ὄρος (παρά τήν ἀπαγόρευση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου). Κατά τήν
περίοδο αὐτή ἐπισκέφθηκε τούς φίλους του Πατριάρχες Ἀλεξανδρείας Φώτιο,
Ἀντιοχείας Γρηγόριο, Ἱεροσολύμων Δαμιανό καί Σερβίας Δημήτριο, μέ σημαντικά
ἀποτελέσματα.
Στό μόνο τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στό ὁποῖο ἴσχυσε ἡ ἡμερολογιακή ἀλλαγή
ἦταν ἡ Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας*, ἡ ἐξέλιξη αὐτή ὅμως ἦταν συνέπεια τῆς
ἐπεμβάσεως τοῦ Πατριάρχου ΚΠόλεως Μελετίου Μεταξάκη.
Ἡ "Ζωντανή Ἐκκλησία" διαλύθηκε κατά τήν διάρκεια μιᾶς θεατρικῆς Συνόδου, τόν
Ὀκτώβριο τοῦ 1926.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
A. I. Vedenskij, “Cerkov Patriarha Tyhona”, 1923.
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
..........................................................................................................................................
.......................... *Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1921 ὁ Πατριάρχης Τύχων παραχώρησε αὐτονομία στήν
Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας, ἡ ὁποία πάντως παρέμενε τμῆμα τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας. Τήν 9. 6. 1922 ὁ
Πατριάρχης ΚΠόλεως Μελέτιος Δ' ὁ Μεταξάκης, μέ πρόσχημα τήν σύλληψη καί φυλάκιση τοῦ
Τύχωνος, ἐπενέβη στή Φιλλανδία (ἀλλά καί στήν Πολωνία καί τίς Βαλτικές Χώρες) καί τήν ὑπήγαγε
στή δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Τήν 14. 11. 1923, μετά τήν ἀπελευθέρωσή του, ὁ
Πατριάρχης Τύχων καί ἡ ὑπ' αὐτόν Σύνοδος, μετά ἀπό εἰσήγηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Φιλλανδίας
Σεραφείμ, ἀνανέωσε τήν ὑπαγωγή της στό Πατριαρχεῖο Μόσχας.
Τήν ἀπόφαση αὐτή ἀμφισβήτησε ἔμπρακτα ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ἔτσι μέχρι σήμερα ἡ
Ἀρχιεπισκοπή Φιλλανδίας ὑπάγεται στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὡς αὐτόνομος Ἐκκλησία, καί
χρησιμοποιεῖ ὄχι μόνον τό Νέο Ἡμερολόγιο, ἀλλά καί τό Δυτικό Πασχάλιο.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου στή Φιλλανδία προκάλεσε - ἐκτός τῶν ἄλλων - καί τήν διάλυση τῆς
περιωνύμου Μονῆς Βαλαάμ - ἡ ὁποία τότε ἀριθμοῦσε περί τούς 600 μοναχούς, ὑπό τόν Ἡγούμενο
Παυλῖνο - μέ ἐξορίες καί διωγμούς τῶν ἀντιδρώντων μοναχῶν.
Ἐπιλογή Βιβλιογραφίας:
B. V. Titlinov, “Novagia Cerkov”, 1924.
J. Swan, “A biography of Patriarch Tikhon”, 1964.
Μ. Ε. Gubonin, “Akty Svyateishago Tatriarkha Tikhona”, 1994.
M. I. Vostrisev, “Svjatitel Tyhon – Put Petriarha Moskov – Skogo I Byseja Rossii”, 1994.
"Ὁ ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καί πάσης Ρωσίας", στή ρωσική, ἔκδοσις τοῦ Πατριαρχείου
Μόσχας, 1995.
π. Δημ. Serfes, “The life and works of St. Tikhon the Confessor, Patriarch of Moscow”,
ἀχρονολόγητο.